- σακιάζω
- σάκιασα, σακιάστηκα, σακιασμένος, βάζω στο σακί: Σακιάζω το σιτάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σακιάζω — Ν [σάκος] βάζω κάτι μέσα στον σάκο, σακουλιάζω, τσουβαλιάζω («σακιάζω το στάρι») … Dictionary of Greek
σάκιασμα — το, Ν [σακιάζω] το αποτέλεσμα τού σακιάζω, σακούλιασμα, τσουβάλιασμα … Dictionary of Greek
σακουλιάζω — Ν [σακούλα] 1. (μτβ.) τοποθετώ κάτι μέσα σε σάκο ή σε σακούλα, σακιάζω 2. (αμτβ.) (για ένδυμα ή δέρμα) έχω ελαττωματική εφαρμογή, σχηματίζω κολπώματα, ζάρες … Dictionary of Greek
τσουβαλιάζω — τσουβάλιασα, τσουβαλιάστηκα, τσουβαλιασμένος 1. βάζω στο τσουβάλι, συσκευάζω σε σακί, σακιάζω: Τσουβάλιασα τα σαπούνια. 2. μτφ., παρασύρω, παραπλανώ, καταφέρνω, τυλίγω: Τσουβάλιασε τον πατέρα του και αυτός του αγόρασε αυτοκίνητο. 3. φυλακίζω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)